χυτός

χυτός
-ή, -ό / χυτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.)
2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ περιδέδρομε κόμη», Νίκ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) πλαστικός, καλλίγραμμος («χυτά πόδια»)
β) (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που έχει τέλεια εφαρμογή («το φόρεμα τής ήρθε χυτό»)
γ) ριγμένος ακατάστατα σε σωρό («ρούχα πεταμένα, χυτά»)
2. το ουδ. ως ουσ. το χυτό- τελικό ή ημικατεργασμένο προϊόν χύτευσης
αρχ.
1. αυτός που έχει χυθεί, που έχει ρεύσει, χυμένος («αἵματος χυτοῡ», Αισχύλ.)
2. (για μέταλλα και άλλα υλικά) εύτηκτος («ὅσα μεταλλεύεται καὶ ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά, οἷον σίδηρος, χαλκός, χρυσός», Αριστοτ.)
3. υγρός, ρευστός (α. «χυτῇ ἐναλίγκια πίσσῃ», Νίκ.
β. «νέκταρ χυτόν», Πίνδ.)
4. (για φυτά) γεμάτος χυμό («μαράθοιο χυτόν... ἔρνος», Νίκ.)
5. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, διαδεδομένος («...τῶν ἰχθύων οἱ πλεῑστοι ἅπαξ τίκτουσιν, οἷον οἱ χυτοί», Αριστοτ.)
6. (για λιμένα) αυτός που προστατεύεται από ανάχωμα, τεχνητός («νῆα χυτοῡ λιμένος προτέρου ἐξήλασαν ὅρμου», Απολλ. Ρόδ.)
7. το αρσ. ως ουσ. ὁ χυτός
πρόχωμα, ανάχωμα
8. το θηλ. ως ουσ. ἡ χυτή
α) τύμβος
β) κοίλωμα βράχου, σπηλιά
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χυτά πράγματα ανακατεμένα όλα μαζί
10. φρ. «χυτὴ γαῑα» ή «χυτὴ κόνις» — σωρός από χώμα πάνω σε τάφο, τύμβος («ἀλλά με τεθνηῶτα χυτὴ κατὰ γαῑα καλύπτοι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
χυτά Ν
με τρόπο χυτό, χύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. -τος* τών ρηματ. επιθ. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. huta- «εξαπλωμένος, καθιερωμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χυτός — poured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτούς — χυτός poured masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”